γνώρα

γνώρα
η
1. γνωριμία
2. αναγνώριση
3. σημάδι για αναγνώριση
4. γνώση, εμπειρία
5. σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γνωρίζω, υποχωρητικός σχηματισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άγνωρος — κι ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αμαθής 2. αυτός που δεν έχει γίνει γνωστός, άγνωστος, ξένος 3. εκείνος που η όψη του έχει αλλοιωθεί από αρρώστια, τον χρόνο κ.λπ., αγνώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνωρίζω ή ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”